- ὁμογνωμονῶ
- ὁμογνωμονέωto be of one mindpres subj act 1st sg (attic epic doric)ὁμογνωμονέωto be of one mindpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομογνωμονώ — (Α ὁμογνωμονῶ, έω) [ομογνώμων] έχω την ίδια γνώμη με κάποιον, συμφωνώ αρχ. 1. (φιλοσ.) εξάγω τα ίδια συμπεράσματα 2. συγκατατίθεμαι … Dictionary of Greek
συνομογνωμονώ — έω, Μ ομογνωμώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμογνωμονῶ «συμφωνώ»] … Dictionary of Greek